- βρύγμα
- βρύγμα, το (AM) [βρύκω]πληγή από δάγκωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρύγματα — βρύγμα a bite neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρύγματ' — βρύγματα , βρύγμα a bite neut nom/voc/acc pl βρύγματι , βρύγμα a bite neut dat sg βρύγματε , βρύγμα a bite neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρύκω — και βρύχω (Α) 1. μασώ με θόρυβο 2. τρώω λαίμαργα 3. δαγκώνω 4. κομματιάζω, κατασπαράζω 5. τρίζω τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βάση των βρύκω και βρύχω θεωρείται το εκφραστικό στοιχείο βρυ , που απαντά ίσως και στα βρυν, βρύχιος, βρυχώμαι. Εάν γίνει… … Dictionary of Greek